Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoαποικία
sostantivo femminile 1 storia politica colonia [f] οι ελληνικές αποικίες στη Σικελία → le colonie greche in Sicilia | οι ισπανικές αποικίες → le colonie spagnole 2 zoologia colonia [f] αποικία κοραλλιών → colonia di coralli permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |