Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoαποδεικτικός
aggettivo dimostrativo ανεπαρκή αποδεικτικά στοιχεία → prove insufficienti | αποδεικτική μέθοδος → metodo dimostrativo αποδειχτικός aggettivo variante di αποδεικτικός permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |