Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
άπλετος
aggettivo
abbondante; copioso; sovrabbondante άπλετο φως → luce in abbondanza
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
απλασία [-ας, η] |
απλαστικός [-ή, -ό] |
άπλαστος [-η, -ο] |
απλειστηρίαστος [-η, -ο] |
απλέρωτα [avv.] |
άπλετος [-η, -ο] |
απλήγωτος [-η, -ο] |
άπληρος, (raro) απληρός [-η, -o] |
απληροφόρητος [-η, -ο] |
απλήρωτος [-η, -ο] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|