Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoαπευθύνομαι
verbo passivo rivolgersi; indirizzarsi η επιστολή απευθύνεται σε εμένα προσωπικά → la lettera è indirizzata a me personalmente | δεν ξέρω σε ποιον να απευθυνθώ → non so a chi rivolgermi | δεν ξέρω πού να απευθυνθώ → non so dove rivolgermi απευθύνω verbo transitivo 1 indirizzare; inviare; spedire η επιθεώρηση απηύθυνε μια εγκύκλιο στα σχολεία → il provveditorato ha inviato una circolare alle scuole 2 rivolgere κανείς δεν του απηύθυνε το λόγο → nessuno gli rivolse la parola | απευθύνω χαιρετισμό στους παρισταμένους → rivolgere un saluto ai presenti permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |