Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoαπαιτητικός
aggettivo esigente απαιτητικός πελάτης → cliente esigente απαιτητικότατος aggettivo superlativo di απαιτητικός απαιτητικότερος aggettivo comparativo di απαιτητικός απαιτητικώτατος aggettivo superlativo di απαιτητικός απαιτητικώτερος aggettivo comparativo di απαιτητικός permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |