Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoαντλία
sostantivo femminile meccanica pompa [f] πυροσβεστική αντλία → pompa antincendio | αναρροφητική αντλία → pompa aspirante | καταθλιπτική αντλία → pompa premente permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |