Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
αντιζηλία
sostantivo femminile
1 antagonismo [m]; rivalità [f]
2 gelosia [f]; invidia [f]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αντιζυμωτικό [-ού, το] |
αντιζυμωτικός [-ή, -ό] |
αντιήρωας [-α, ο] |
αντιηρωίδα [-ας, η] |
αντιηρωικός [-ή, -ό] |
αντιθαμβωτικός [-ή, -ό] |
αντιθαμπωτικός [-ή, -ό] |
αντίθεος [-η, -ο] |
αντίθεος [-ου, ο] |
αντίθεση [-ης, η] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|