Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
αντιτορπιλικό
sostantivo neutro
marineria cacciatorpediniere [m]; antisilurante [m]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αντιτρομοκρατία [-ας, η] |
αντιτρομοκρατικός [-ή, -ό] |
αντίτυπο [-ου, το] |
αντι-ύλη [-ης, η] |
αντιυπερτασικό [-ού, το] |
αντιυπερτασικός [-ή, -ό] |
αντιυστερικός [-ή, -ό] |
αντίφαση [-ης, η] |
αντιφασισμός [-ού, ο] |
αντιφασίστας [-α, ο] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|