Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
αντιρρητορικός
aggettivo
variante di αντιρητορικός
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αντιρύπανση [-ης, η] |
αντισεισμικός [-ή, -ό] |
αντισημίτης [-η, ο] |
αντισημιτικός [-ή, -ό] |
αντισημιτισμός [-ού, ο] |
αντισημίτισσα [-ας, η] |
αντισημίτρια [-ας, η] |
αντισηπτικό [-ού, το] |
αντισηπτικός [-ή, -ό] |
αντισηψία [-ας, η] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|