Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
αντιπυρετικός
aggettivo
medicina antipiretico; febbrifugo
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αντιπρύτανις [-εως, ο|η... |
αντιπρωτόνιο [-ου, το] |
αντιπτέραρχος [-ου, ο] |
αντιπυραυλικός [-ή, -ό] |
αντιπυρετικό [-ού, το] |
αντιπυρετικός [-ή, -ό] |
αντιπυρήνας [-α, ο] |
αντιπυρηνικός [-ή, -ό] |
αντιπυρικός [-ή, -ό] |
αντιπυρίνη [-ης, η] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|