Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoαντιπροσωπευτικός
aggettivo 1 rappresentativo 2 caratteristico; tipico; rappresentativo παρουσίασε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της δουλειάς του → ha presentato un campione del suo lavoro αντιπροσωπευτικότατος aggettivo superlativo di αντιπροσωπευτικός αντιπροσωπευτικότερος aggettivo comparativo di αντιπροσωπευτικός αντιπροσωπευτικώτατος aggettivo superlativo di αντιπροσωπευτικός αντιπροσωπευτικώτερος aggettivo comparativo di αντιπροσωπευτικός permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |