Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoαντιπαραγωγικός
aggettivo improduttivo αντιπαραγωγικότατος aggettivo superlativo di αντιπαραγωγικός αντιπαραγωγικότερος aggettivo comparativo di αντιπαραγωγικός αντιπαραγωγικώτατος aggettivo superlativo di αντιπαραγωγικός αντιπαραγωγικώτερος aggettivo comparativo di αντιπαραγωγικός permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |