Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoαντιγράφω
verbo transitivo 1 trascrivere; copiare; ricopiare αντιγράφω έναν αρχαίο κώδικα → trascrivere un codice antico | αντέγραψε στο διαγώνισμα → ha copiato all'esame | αντιγράφω από το πρόχειρο στο καλό → ricopiare in bella copia 2 copiare; imitare αντιγράφει τις κινήσεις μου → copia, imita le mie mosse αντιγραφώ verbo transitivo masterizzare permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |