Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoαντιδραστικός
aggettivo 1 codino 2 retrivo αντιδραστικότατος aggettivo superlativo di αντιδραστικός αντιδραστικότερος aggettivo comparativo di αντιδραστικός αντιδραστικώτατος aggettivo superlativo di αντιδραστικός αντιδραστικώτερος aggettivo comparativo di αντιδραστικός permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |