Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoαντιαεροπορικός
aggettivo militare antiaereo; contraereo αντιαεροπορικό πυροβόλο → cannone antiaereo | αντιαεροπορικό καταφύγιο → rifugio antiaereo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |