Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoανθεκτικός
aggettivo resistente ανθεκτικό υλικό → materiale resistente | άνθρωπος ανθεκτικός στις κακουχίες → persona resistente alle fatiche ανθεκτικότατος aggettivo superlativo di ανθεκτικός ανθεκτικότερος aggettivo comparativo di ανθεκτικός ανθεκτικώτατος aggettivo superlativo di ανθεκτικός ανθεκτικώτερος aggettivo comparativo di ανθεκτικός permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |