Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoανήλικος
aggettivo minorenne; minore αποπλάνηση ανηλίκου → corruzione di minorenne | ακατάλληλο για ανηλίκους || ακατάλληλον δι' ανηλίκους → vietato ai minori | δικαστήριο ανηλίκων → tribunale dei minorenni permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |