Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


αναπτύσσομαι
verbo passivo

1 economia svilupparsi η χώρα αναπτύσσεται ταχύρρυθμαil paese si sta sviluppando ad un ritmo veloce
2 figurato crescere; svilupparsi ένα αίσθημα άρχισε να αναπτύσσεται μεταξύ τουςfra quei due sta maturando un tenero amore
3 crescere; svilupparsi οι μπανανιές αναπτύσσονται μόνο σε θερμά κλίματαi banani crescono solo nei climi caldi

αναπτύσσω  
verbo transitivo

1 dispiegare αναπτύσσω το στράτευμα στη γραμμή των συνόρωνdispiegare le truppe lungo i confini
2 sviluppare; svolgere
3 (αυξάνω) aumentare; accrescere; sviluppare αναπτύσσω ταχύτηταaumentare la velocità | αναπτύσσω τις επιχειρήσεις μουaumentare il proprio giro d'affari
4 sviluppare; spiegare; illustrare αναπτύσσω την απόψή μουillustrare la propria tesi | αναπτύσσω τα επιχειρήματά μουspiegare le proprie ragioni

permalink
continua sotto

<<  αναπτυξιακός αναπτυσσόμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Sfoglia il dizionario a partire da:

---CACHE---