Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoαναπαραστένω
verbo transitivo variante di αναπαριστάνω αναπαρισταίνω verbo transitivo variante di αναπαριστάνω αναπαριστάνομαι verbo passivo variante di αναπαρισταίνομαι, lo stesso che αναπαριστάνομαι αναπαριστάνω verbo transitivo raffigurare; rappresentare; ricostruire μια ομάδα πιστών αναπαρέστησε τα πάθη του Χριστού → un gruppo di fedeli ha rappresentato la passione di Cristo αναπαριστένω verbo transitivo variante di αναπαριστάνω αναπαριστώ verbo transitivo lo stesso che αναπαριστάνω permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |