Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
αμφιβληστροειδής
aggettivo
solo nella locuzione: «αμφιβληστροειδής χιτώνας» αμφιβληστροειδής χιτώνας → anatomia retina
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αμφεταμίνη [-ης, η] |
άμφια [-ων, τα] |
αμφιβάλλω {V} |
αμφίβιο [-ου, το] |
αμφίβιος [-ια/-ος, ... |
αμφιβληστροειδής [-ής, -ές] |
αμφιβληστροειδικός [-ή, -ό] |
αμφιβληστροειδίτιδα [-ας, η] |
αμφιβολία, (raro) αμφιβολιά [-ας, η] |
αμφίβολος [-η/-ος, -... |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|