Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
αμετάταχτος
aggettivo
variante di αμετάτακτος
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αμετάλλακτος [-η, -ο] |
αμετανοησία [-ας, η] |
αμετανόητος [-η, -ο] |
αμετάπειστος [-η, -ο] |
αμεταποίητος [-η, -ο] |
αμετάταχτος [-η, -ο] |
αμετάτρεπτος [-η, -ο] |
αμετάφραστος [-η, -ο] |
αμεταχείριστος [-η, -ο] |
αμέτε, άμετε [int.] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|