Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoαμείλικτος
aggettivo 1 implacabile; spietato; inclemente αμείλικτος τιμωρός → giustiziere implacabile 2 duro; difficile η αμείλικτη πραγματικότητα → la dura realtà αμείλιχτος aggettivo variante di αμείλικτος permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |