Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
αλλοπάθεια
sostantivo femminile
allopatia [f]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αλλοκοτιά [-άς, η] |
αλλόκοτος [-η, -ο] |
αλλομιξία [-ας, η] |
αλλομόσχευμα [-ατος, το... |
αλλονών [-ώσα, -ών... |
αλλοπάθεια [-ας, η] |
αλλοπαθής [-ής, -ές] |
αλλοπαθητικός [-ή, -ό] |
αλλοπαρμένος [-η, -ο] |
αλλόπιστος [-η, -ο] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|