Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
αλβανικά
sostantivo neutro plurale
(γλώσσα) albanese [m]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αλγεβρικός [-ή, -ό] |
αλγεβριστής [-ή, ο] |
αλγεινός [-ή, -ό] |
Αλγερία [-ας, η] |
Αλγερινή [-ής, η] |
Αλγερινός [-ού, ο] |
αλγηδών [-όνος, η] |
αλγολαγνεία [-ας, η] |
αλγοριθμικός [-ή, -ό] |
αλγόριθμος [-ου, ο] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|