Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
ακρωτηριασμένος
aggettivo
1 participio passato del verbo ακρωτηριάζω
2 monco
3 mozzo
4 mutilato
5 storpiato
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
ακταίος [-α, -ο] |
ακταιωρός [-ού, ο|η] |
ακτένιστος [-η, -ο] |
ακτή [-ής, η] |
ακτήμονας [-ων, -ον ... |
ακτήμονας [-α, ο] |
ακτημοσύνη [-ης, η] |
ακτήμων [-ων, -ον ... |
ακτησία [-ας, η] |
ακτιβισμός [-ού, ο] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|