Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
ακετοβακτήριο
sostantivo neutro
acetobatterio [m]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
ακέριος [-ια, -ιο] |
άκερκος [-η, -ο] |
ακεταλδεΰδη [-ης, η] |
ακετάλη [-ης, η] |
ακεταμίδιο [-ιού, το] |
ακετοβακτήριο [-ου, το] |
ακετοναιμία [-ας, η] |
ακετόνη [-ης, η] |
ακετονουρία [-ας, η] |
ακετυλενικός [-ή, -ό] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|