Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
ακατασίγαστος
aggettivo
1 inquieto
2 preoccupato
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
ακατάστατος [-η, -ο] |
ακατάσχετος [-η, -ο] |
ακατάταχτος [-η, -ο] |
ακατατόπιστος [-η, -ο] |
ακαταφρόνετος [-η, -ο] |
ακατάχτητος [-η, -o] |
ακαταχώριστος [-η, -ο] |
ακατέβατος [-η, -ο] |
ακατεδάφιστος [-η, -ο] |
ακατέργαστος [-η, -ο] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|