Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoακατάλληλος
aggettivo inadeguato; inadatto; inopportuno είναι ακατάλληλος για αυτή τη δουλειά → è inadatto per questo lavoro | ήρθε σε ακατάλληλη στιγμή → giunse in un momento inopportuno | ταινία ακατάλληλη για ανηλίκους → film vietato ai minori | η ταινία που ακολουθεί είναι ακατάλληλη για τα παιδιά → il film che segue non è indicato per i bambini | ακατάλληλος αγωνιστικός χώρος → terreno di gioco impraticabile | ακατάλληλος για κατοίκηση → inabitabile permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |