Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
ακατάβλητος
aggettivo
1 indomito; indomabile; invincibile ακατάβλητο πνεύμα → spirito indomito
2 (denaro) non pagato; non versato ακατάβλητο φόρος → tassa non versata
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
ακαρπία, (raro) ακαρπιά [-ας, η] |
άκαρπος [-η, -ο] |
ακαρποφόρητος [-η, -ο] |
ακαρτέρητος [-η, -ο] |
ακαρύκευτος [-η, -ο] |
ακατάβλητος [-η, -ο] |
ακαταβόδωτος [-η, -o] |
ακατάβρεκτος [-η, -o] |
ακαταβύθιστος [-η, -ο] |
ακατάγραφος [-η, -o] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|