Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
αγγλισμός
sostantivo maschile
anglicismo [m]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Αγγλικά [-ών, τα] |
αγγλικανικός [-ή, -ό] |
αγγλικανισμός [-ού, ο] |
αγγλικανός [-ού, ο] |
αγγλικός [-ή, -ό] |
αγγλισμός [-ού, ο] |
αγγλομαθής [-ής, -ές] |
Άγγλος [-ου, ο] |
Αγγλοσάξονας [-α, ο] |
αγγλοσαξονικός [-ή, -ό] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|