Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
αγγειοκαρδιογραφία
sostantivo femminile
medicina angiocardiografia [f]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αγγείο [-ου, το] |
αγγειογραφία [-ας, η] |
αγγειογράφος [-ου, ο|η] |
αγγειοδιασταλτικός [-ή, -ό] |
αγγειοδιαστολή [-ής, η] |
αγγειοκαρδιογραφία [-ας, η] |
αγγειοκινητικός [-ή, -ό] |
αγγειοκινητικότητα [-ας, η] |
αγγειολογία [-ας, η] |
αγγειολόγος [-ου, ο|η] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|