Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
αδημονώ
verbo intransitivo
aspettare con impazienza, con angoscia αδημονούσε να πάει διακοπές → non vedeva l'ora di andare in vacanza
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αδηφαγία [-ας, η] |
αδηφάγος [-ος, -ο] |
αδιάβαστος [-η, -ο] |
αδιαβατικός [-ή, -ό] |
αδιάβατος [-η, -ο] |
αδιάβλητος [-η, -ο] |
αδιάβροχο [-ου, το] |
αδιαβροχοποιημένος [-η, -o] |
αδιαβροχοποίηση [-ης, η] |
αδιαβροχοποιητικός [-ή, -ό] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|