Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
αχρήστευση
sostantivo femminile
obsolescenza [f]
αχρήστευσις
sostantivo femminile
forma arcaica di αχρήστευση ^-ης, η^
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αχρόνιαστος [-η, -ο] |
αχρονολόγητος [-η, -ο] |
άχροος [-η, -ο] |
αχρωματικός [-ή, -ό] |
αχρωμάτιστος [-η, -ο] |
αχρωματοψία [-ας, η] |
αχρωματωπία [-ας, η] |
άχρωμος [-η, -ο] |
αχταρμάς [-ά, ο] |
αχτένιστος [-η, -ο] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|