Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
αχαριστία, (raro) αχαριστιά
sostantivo femminile
ingratitudine [f]; irriconoscenza [f]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αχανής [-ής, -ές] |
άχαρα [avv.] |
αχάραγος [-η, -ο] |
αχαρακτήριστος [-η, -ο] |
αχαραχτήριστος [-η, -ο] |
αχαριστία, (raro) αχαριστιά [-ας, η] |
αχάριστος [-η, -ο] |
άχαρος [-η, -ο] |
αχάτης [-η, ο] |
αχείλι [-ιού, το] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|