Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
κάθετα [avv.] καθήμενος [agg.]
καθετή [s. femm.] καθημερινά [s. nt. pl.]
καθετήρας [s. masch.] καθημερινά [avv.]
καθετηριάζω (καθετηρία... καθημερινή [s. femm.]
καθετηριασμός [s. masch.] καθημερινός [agg.]
καθετί [pron.] καθημερινότητα {χωρ. πληθ...
καθετόμετρο {καθετομέτ... καθησυχάζομαι [v. pass.]
καθετοποιημένος [agg.] καθησυχάζω {καθησύχασ...
κάθετος [agg.] καθησυχάζω {καθησύχασ...
κάθετος [s. femm.] καθησύχαση [s. femm.]
καθετότητα [s. femm.] καθησυχασμός [s. masch.]
καθέτως [avv.] καθησυχαστικός [agg.]
καθεύδω {μόνο στον... κάθιδρος [agg.]
καθηγεσία {καθηγεσιώ... καθιδρυμένος [agg.]
καθηγητής {-η κ. (λό... καθίδρυση [s. femm.]
καθηγητικός [agg.] καθιδρύω {καθίδρυ-σ...
καθηγήτρια {καθηγητρι... καθιερωμένος [agg.]
καθηγούμαι [-είσαι, -... καθιερώνω {καθιέρω-σ...
καθήκον {καθήκ-οντ... καθιέρωση {-ης κ. -ώ...
καθηλωμένος [agg.] καθιζάνω {μόνο στον...
καθηλώνομαι [v. pass.] καθίζηση {-ης κ. -ή...
καθηλώνω {καθήλω-σα... καθίζω {κάθισ-α, ...
καθήλωση [s. femm.] καθικέτευση [s. femm.]
καθημαγμένος [agg.] καθικετεύω {καθικέτευ...
κάθημαι [v. pass.] καθίκης [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: