Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ωοθέτης [s. masch.] ωρίμασμα [s. nt.]
ωοθηκεκτομή [s. femm.] ώριμος [agg.]
ωοθήκη {ωοθηκών} ωριμότητα {χωρ. πληθ...
ωοθηκικός [agg.] ωριόπλουμος [agg.]
ωοθηκίτιδα [s. femm.] Ωρίων [s. masch.]
ωοθυλάκιο {ωοθυλακί-... ωρολογάς [s. masch.]
ωοκύτταρο {ωοκυττάρ-... ωρολογιακός [agg.]
ωορρηξία {ωορρηξιών... ωρολόγιο {ωρολογί-ο...
ωοσπόριο [s. nt.] ωρολογοποιείο [s. nt.]
ωόσφαιρα {ωοσφαιρών... ωρολογοποιία {χωρ. πληθ...
ωοτοκία {ωοτοκιών} ωρολογοποιός [s. masch.]
ωοτόκος [agg.] ωρολόι [s. nt.]
ώρα {ωρών} ωροσκοπία {χωρ. πληθ...
ωραία [avv.] ωροσκοπικός [agg.]
ωραία! [int.] ωροσκόπιο {ωροσκοπί-...
ωραιολάτρης [s. masch.] ωρυγή [s. femm.]
ωραιοποιώ {ωραιοποιε... ωρύομαι {μόνο σε ε...
ωραίος [agg.] ωρυόμενος [agg.]
ωραίος! [int.] ως [prep.]
ωραιότητα [s. femm.] ως [cong.]
ωράριο [s. nt.] ως [avv.]
ωριαίος [agg.] ωσάν [cong.]
ωριμάζω {ωρίμασ-α,... ωσαύτως [avv.]
ωρίμανση [s. femm.] ωσεί [avv.]
ωρίμαση {-ης κ. -ά... ώση {-ης κ. -ε...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: