Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ψυχοπονιάρικος [agg.] ψυχραντικός [agg.]
ψυχόπονος [agg.] ψυχρηλασία {ψυχρηλασι...
ψυχοπονώ {ψυχοπονάς... ψυχρολουσία {ψυχρολουσ...
ψυχορράγημα [s. nt.] ψυχρόμετρο {ψυχρομέτρ...
ψυχορραγώ {ψυχορραγε... ψυχρός [agg.]
ψύχος {ψύχους | ... ψυχρότητα {χωρ. πληθ...
ψυχοσάββατο [s. nt.] ψύχω {έψυ-ξα, ψ...
ψυχοσωματικός [agg.] ψυχώ [v.]
ψυχοτεχνική [s. femm.] ψυχωμένος [agg.]
ψυχοτεχνικός [agg.] ψύχων [agg.]
ψυχοτροπικός [s. masch.] ψυχώνω {ψύχω-σα, ...
ψυχοφάρμακο [s. nt.] ψύχωση {-ης κ. -ώ...
ψυχοφαρμακολογία {χωρ. πληθ... ψυχωσικός [agg.]
Ψυχοφυσική {χωρ. πληθ... ψυχωτικός [agg.]
ψυχοφυσικός [agg.] ψυχωφελής {ψυχωφελ-ο...
ψυχοφυσιολογία {χωρ. πληθ... ψωλή [s. femm.]
ψυχοφυσιολογικός [agg.] ψωμάδικο [s. nt.]
ψυχοχειρουργική {χωρ. πληθ... ψωμάκι {χωρ. γεν....
ψύχρα {χωρ. πληθ... ψωμάς {ψωμάδες}
ψυχρά [avv.] ψωμί {ψωμ-ιού |...
ψύχραιμα [avv.] ψωμοζήτης {ψωμοζητών...
ψυχραιμία {χωρ. πληθ... ψωμοζητώ {ψωμοζητάς...
ψύχραιμος [agg.] ψωμοζώ {ψωμοζείς....
ψυχραίνω {ψύχρα-να,... ψωμόλυσσα {χωρ. πληθ...
ψύχρανση [s. femm.] ψωμοτρώγω {ψωμόφαγα}...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: