Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ψιττάκωση {-ης κ. -ώ... ψύλλιασμα [s. nt.]
ψίχα {ψιχών} ψύλλος [s. masch.]
ψιχάλα {χωρ. γεν.... ψύξη {-ης κ. -ε...
ψιχαλίζει {ψιχάλισε} ψύχα [s. femm.]
ψιχαλίζω [v.] ψυχαγωγία {χωρίς πλη...
ψίχαλο [s. nt.] ψυχαγωγικός [agg.]
ψιχίο {ψιχί-ου |... ψυχαγωγούμαι [v. pass.]
ψίχουλο [s. nt.] ψυχαγωγώ [-είς, -εί...
ψιχούλο [s. nt.] ψυχαναγκαστικός [agg.]
ψιψίνα [s. femm.] ψυχανάλυση {-ης κ. -ύ...
ψιψίρης [agg.] ψυχαναλυτής {ψυχαναλυτ...
ψιψιρίζω {ψιψίρισα} ψυχαναλυτικός [agg.]
ψόας [s. masch.] ψυχαναλύω {ψυχανάλυσ...
ψόγος [s. masch.] ψυχανεμίζομαι {ψυχανεμίσ...
ψοφίμι {ψοφιμ-ιού... ψυχανθή [s. nt. pl.]
ψόφιος [agg.] ψυχανθής [agg.]
ψοφοδεής {ψοφοδε-ού... ψυχασθένεια {ψυχασθενε...
ψόφος [s. masch.] ψυχασθενής {ψυχασθεν-...
ψοφώ {ψοφάς... ... ψυχασθενικός [agg.]
ψυγείο [s. nt.] ψυχεδελικός [agg.]
ψυγειοκαταψύκτης {ψυγειοκατ... ψυχές [sost femm. pl.]
ψυκτήρας [s. masch.] ψυχή [s. femm.]
ψυκτικός [agg.] ψυχιατρείο [s. nt.]
ψυκτοξήρανση [s. femm.] ψυχιατρική {χωρ. πληθ...
ψυλλιάζομαι [v. pass.] ψυχιατρικός [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: