Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ψηφίδα [s. femm.] ψίαθος [s. femm.]
ψηφιδογραφία {χωρ. πληθ... ψίδι {ψιδ-ιού |...
ψηφιδοθέτης [s. masch.] ψιθυρίζω {ψιθύρισ-α...
ψηφιδωτό [s. nt.] ψιθύρισμα [s. nt.]
ψηφιδωτός [agg.] ψιθυρισμός [s. masch.]
ψηφίζω {ψήφισ-α, ... ψιθυριστά [avv.]
ψηφίζων [agg.] ψιθυριστής [s. masch.]
ψηφίο [s. nt.] ψίθυρος {ψιθύρ-ου ...
ψηφιοποιητής [s. masch.] ψιλά {μόνο στον...
ψηφιοποιώ {ψηφιοποιε... ψιλικά [s. nt. pl.]
ψήφιση {-ης κ. -ί... ψιλικατζήδικο [s. nt.]
ψήφισμα {ψηφίσμ-ατ... ψιλικατζής {ψιλικατζή...
ψηφοδέλτιο {ψηφοδελτί... ψιλικατζίδικο [s. nt.]
ψηφοδελτίο [s. nt.] ψιλοβρέχει αόρ. ψιλόβ...
ψηφοδόχος [s. masch.] ψιλοβρέχω [v.]
ψηφοθέτημα {ψηφοθετήμ... ψιλοβρόχι [s. nt.]
ψηφοθέτης {ψηφοθετών... ψιλόβροχο {χωρ. πληθ...
ψηφοθετώ {ψηφοθετεί... ψιλοκόβω {ψιλόκο-ψα...
ψηφοθήρας {ψηφοθηρών... ψιλοκομμένος [agg.]
ψηφοθηρώ [-είς, -εί... ψιλοκοσκινίζω {ψιλοκοσκί...
ψήφος [s. masch. e femm.] ψιλοκοσκίνισμα [s. nt.]
ψηφοφορία {ψηφοφοριώ... ψιλοκουβεντιάζω [v. intr.]
ψηφοφόρος [s. masch. e femm.] ψιλολόγημα [s. nt.]
ψηφοφορώ {ψηφοφορεί... ψιλολογία [s. femm.]
ψι [s. nt.] ψιλολογώ [-άς, -ά /...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: