Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ψένω (μόνο στο ... ψευδοπόδιο [s. nt.]
ψευδαίσθηση {-ης κ. -ή... ψευδορκία {ψευδορκιώ...
ψευδαισθησία [s. femm.] ψεύδορκος [agg.]
ψευδαισθητικά [avv.] ψευδορκώ [-είς, -εί...
ψευδαισθητικός [agg.] ψευδοροφή [s. femm.]
ψευδάργυρος {ψευδαργύρ... ψευδός [agg.]
ψευδευλαβής [agg.] ψεύδος {ψεύδ-ους ...
ψευδής {ψευδ-ούς ... ψευδότητα [s. femm.]
ψευδίζω {ψεύδισα} ... ψευδώνυμο {ψευδωνύμ-...
ψεύδισμα [s. nt.] ψευταράκος [s. masch.]
ψευδολειτουργία [s. femm.] ψευταράς [s. masch.]
ψευδολόγημα {ψευδολογή... ψεύτης {ψευτών}
ψευδολογία {ψευδολογι... ψευτιά [s. femm.]
ψευδολογίες [sost femm. pl.] ψευτίζω {ψεύτισ-α,...
ψευδολόγος [agg.] ψεύτικα [avv.]
ψευδολογώ [-είς, -εί... ψεύτικος [agg.]
ψεύδομαι {μτχ. ενεσ... ψευτογιατρός [s. masch.]
ψευδομάρτυρας {(θηλ. ψευ... ψευτοδιανοούμενος [agg.]
ψευδομαρτυρία {ψευδομαρτ... ψευτοδουλειά [s. femm.]
ψευδομαρτυρώ {ψευδομαρτ... ψευτοδουλεύω [v.]
ψευδομεμβράνη [s. femm.] ψευτοζώ {ψευτοζείς...
ψευδόμενος [agg.] ψευτοθεοφοβούμενος [agg.]
ψευδο–οροφή [s. femm.] ψευτομαστόρεμα [s. nt.]
ψευδοπαράλυση [s. femm.] ψευτομέσο [s. nt.]
ψευδοπλευρά [s. nt. pl.] ψευτομπαλώνω [v.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: