Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
χωρογραφικός [agg.] ψάλλω {έψαλα, ψά...
χωρογράφος [s. masch.] ψαλμικός [agg.]
χωρογραφώ [v.] ψαλμός [s. masch.]
χωρομέτρης [s. masch. e femm.] ψαλμωδία [s. femm.]
χωρομετρώ {χωρομετρε... ψαλμωδός [s. masch.]
χώρος [s. masch.] ψαλμωδώ {ψαλμωδείς...
χωροστάθμηση {-ης κ. -ή... ψάλσιμο [s. nt.]
χωροστάθμιση [s. femm.] ψαλτήριο {ψαλτηρί-ο...
χωροφύλακας [s. masch.] ψάλτης [s. masch. e femm.]
χωροφυλακή {χωρ. πληθ... ψαμμίαση {-ης κ. -ά...
χωροχρονικός [agg.] ψαμμίτης {ψαμμιτών}
χωροχρόνος {χωρ. πληθ... ψαμμιτικός [agg.]
χωρώ {χωρ-είς κ... ψαμμόφυτα [s. nt. pl.]
χώσιμο [s. nt.] ψαμμώδης {ψαμμώδ-ου...
ψάθα {ψαθών} ψάξιμο {ψαξίμ-ατο...
ψαθάκι {χωρ. γεν.... ψαραγορά [s. femm.]
ψαθί {ψαθ-ιού |... ψαράδικο [s. nt.]
ψάθινος [agg.] ψαραετός [s. masch.]
ψαθυρός [agg.] ψαράς {ψαράδες} ...
ψαλίδα [s. femm.] ψάρεμα {ψαρέμ-ατο...
ψαλίδι {ψαλιδ-ιού... ψαρεύω {ψάρ-εψα, ...
ψαλιδιά [s. femm.] ψαρής [agg.]
ψαλιδίζω {ψαλίδισ-α... ψάρι {ψαρ-ιού |...
ψαλίδισμα [s. nt.] ψαριά [s. femm.]
ψαλιδωτός [agg.] ψαρική [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: