Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
χύση {-ης κ. -ε... χώνω {έχωσα, χώ...
χύσιμο [s. nt.] χώρα {χωρών}
χυτήριο {χυτηρί-ου... χωρατατζής {χωρατατζή...
χύτης {χυτών} χωρατατζίδικος [agg.]
χυτός [agg.] χωρατεύω {χωράτεψα}
χυτοσίδηρος {χυτοσιδήρ... χωρατό [s. nt.]
χύτρα {δύσχρ. χυ... χωραφάκι [s. nt.]
χωλ [s. nt.] χωράφι {χωραφ-ιού...
χωλαίνω {χώλανα} (... χωρητικός [agg.]
χωλός [agg.] χωρητικότητα {χωρ. πληθ...
χωλότητα [s. femm.] χώρια [avv.]
χώμα {χώμ-ατος ... χωριάταρος [s. masch.]
χωματένιος [agg.] χωριάτης {χωριατών}
χωμάτινος [agg.] χωριατιά {χωρ. γεν....
χωματουργός [s. masch.] χωριάτικα [avv.]
χωνάκι {χωρ. γεν.... χωριάτικος [agg.]
χώνευση {-ης κ. -ε... χωριάτισσα [s. femm.]
χωνευτήρι [s. nt.] χωριατοπούλ [s. nt.]
χωνευτήριο {χωνευτηρί... χωριατοπούλα {χωρ. γεν....
χωνευτικό [s. nt.] χωριατοσύνη [s. femm.]
χωνευτικός [agg.] χωρίζομαι [v. pass.]
χωνεύω {χώνευ-σα ... χωρίζω {χώρισ-α, ...
χώνεψη {-ης κ. -ε... χωρική [s. femm.]
χωνί {χων-ιού |... χωρικοί [s. masch. pl.]
χώνομαι [v. pass.] χωρικός [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: