Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
χρωστικός [agg.] χτυποκάρδι {δύσχρ. χτ...
χρωστώ {χρωστάς..... χτύπος [s. masch.]
χταπόδι {χταποδ-ιο... χτυπώ [-άς, -ά] ...
χτένα {χτενών} χυδαία [avv.]
χτένι {χτεν-ιού ... χυδαιολογία {χυδαιολογ...
χτενίζομαι [v.] χυδαιολόγος [agg.]
χτενίζω {χτένισ-α,... χυδαίος [agg.]
χτένισμα {χτενίσμ-α... χυδαιότητα {χυδαιοτήτ...
χτες [avv.] χυδαϊσμός [s. masch.]
χτεσινός [agg.] χυδαϊστί [s. nt.]
χτήμα [s. nt.] χυλόπιτα {δύσχρ. χυ...
χτήμα {κτήμ-ατος... χυλοπίτες [sost femm. pl.]
χτίζω (έχτισα, χ... χυλοποίηση [s. femm.]
χτικιό {δύσχρ. χτ... χυλοποιώ [-είς, -εί...
χτίριο [s. nt.] χυλός {χωρ. πληθ...
χτίσιμο [s. nt.] χυλώδης [agg.]
χτισμένος [agg.] χυλωμένος [agg.]
χτίστης [s. masch.] χυλώνω {χύλω-σα, ...
χτύπημα [s. nt.] χύμα [avv.]
χτυπημένος [agg.] χυμένος [agg.]
χτύπησες? [int.] χυμός [s. masch.]
χτυπητήρι {χτυπητηρ-... χυμοτόπιο [s. nt.]
χτυπητής [s. masch.] χυμώδης {χυμώδ-ους...
χτυπητός [agg.] χύνομαι αόρ. έχυσα...
χτυπιέμαι [v. pass.] χύνω {έχυσα, χύ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: