Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
χρωματικός [agg.] χρωμοτυπία {χωρ. πληθ...
χρωμάτισμα [s. nt.] χρωμοτυπογραφία {χωρ. πληθ...
χρωματισμένος [agg.] χρωμοφωτογράφημα [s. nt.]
χρωματισμός [s. masch.] χρωμοφωτογραφία {χρωμοφωτο...
χρωματιστά [s. nt. pl.] χρως {χρωτός κ....
χρωματιστός [agg.] χρώση {-ης κ. -ε...
χρωματογραφία {χωρ. πληθ... χρωστήρας [s. masch.]
χρωματομετρία [s. femm.] χρωστική [s. femm.]
χρωματόμετρο [s. nt.] χρωστικός [agg.]
χρωματοποιείο [s. nt.] χρωστώ {χρωστάς.....
χρωματοποιία {χωρ. πληθ... χταπόδι {χταποδ-ιο...
χρωματοπωλείο [s. nt.] χτένα {χτενών}
χρωματόσωμα [s. nt.] χτένι {χτεν-ιού ...
χρωματοσωμικός [agg.] χτενίζομαι [v.]
χρωμικός [agg.] χτενίζω {χτένισ-α,...
χρώμιο {χρωμίου |... χτένισμα {χτενίσμ-α...
χρωμιούχος [agg.] χτες [avv.]
χρωμίτης [s. femm.] χτεσινός [agg.]
χρωμοθεραπεία [s. femm.] χτήμα [s. nt.]
χρωμολιθογράφημα [s. masch.] χτήμα {κτήμ-ατος...
χρωμολιθογραφία {χρωμολιθο... χτίζω (έχτισα, χ...
χρωμολιθογραφικός [agg.] χτικιό {δύσχρ. χτ...
χρωμοπλάστης [s. masch.] χτίριο [s. nt.]
χρωμοσκόπιο [s. nt.] χτίσιμο [s. nt.]
χρωμόσφαιρα [s. femm.] χτισμένος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: