Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
χρόνος {χρόνοι κ.... χρυσοκέντημα {χρυσοκεντ...
χρονοσκόπιο [s. nt.] χρυσοκίτρινος [agg.]
χρονοτεχνικός [agg.] χρυσοκόκκινος [agg.]
χρονοτριβή [s. femm.] χρυσόλιθος {χρυσολίθ-...
χρονοτριβώ {χρονοτριβ... χρυσομάλλης {χρυσομάλλ...
χρονοφωτογραφία [s. femm.] χρυσόμυγα {χωρ. γεν....
χρονοφωτογραφικός [agg.] χρυσόρριζα [s. femm.]
χρυσαλλίδα [s. femm.] χρυσός [agg.]
χρυσάνθεμο {-ου κ. -έ... χρυσόσκονη {χωρ. πληθ...
χρυσαυγή [s. femm.] χρυσοφόρος [agg.]
χρυσαφένιος [agg.] χρυσοχαλκός [s. masch.]
χρυσάφι [s. nt.] χρυσοχέρα {χωρ. γεν....
χρυσαφίζω [v.] χρυσοχέρης {χρυσοχέρη...
χρυσαφικά [s. nt. pl.] χρυσοχοείο [s. nt.]
χρυσελεφάντινος [agg.] χρυσοχοΐα [s. femm.]
χρυσή [s. femm.] χρυσοχόος [s. masch.]
χρυσίζω {χρύσισα} ... χρυσοχοός [s. masch.]
χρυσίο [s. nt.] χρυσόψαρο [s. nt.]
χρυσοβάφω [v.] χρύσωμα {χρυσώμ-ατ...
χρυσοβηρύλλιο [s. nt.] χρυσώνω {χρύσω-σα,...
χρυσόβιβλος {χρυσοβίβλ... χρυσωρυχείο [s. nt.]
χρυσογραφία [s. femm.] χρύσωση [s. femm.]
χρυσοδάκτυλος [agg.] χρώμα {χρώμ-ατος...
χρυσοθήρας {χρυσοθήρω... χρωματίζομαι [v. pass.]
χρυσοκάνθαρος {χρυσοκανθ... χρωματίζω {χρωμάτισ-...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: