Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
χριστοκεντρισμός [s. masch.] χρονολογία {χρονολογι...
χριστολατρεία [s. femm.] χρονολογικός [agg.]
χριστολογία {χωρ. πληθ... χρονολογούμαι [v. pass.]
χριστολογικός [agg.] χρονολογώ {χρονολογε...
χριστολόγος [s. masch.] χρονομέτρης {χρονομετρ...
Χριστός [s. masch.] χρονομετρητής [s. masch.]
Χριστούγεννα {Χριστουγέ... χρονομετρία {χωρ. πληθ...
χριστουγεννιάτικος [agg.] χρονομετρικός [agg.]
χρίω {έχρισα, χ... χρονόμετρο {χρονομέτρ...
χροιά {χωρ. πληθ... χρονομετρώ {χρονομετρ...
χρονιά {χρόνιασα} χρονοντούλαπο [s. nt.]
χρονιάτικος [agg.] χρονοπρόγραμμα [s. nt.]
χρονίζω {λόγ. μτχ.... χρονοπρογραμματισμός [s. masch.]
χρονικά [avv.] χρόνος {χρόνοι κ....
χρονικό [s. nt.] χρονοσκόπιο [s. nt.]
χρονικογράφος [s. masch.] χρονοτεχνικός [agg.]
χρονικός [agg.] χρονοτριβή [s. femm.]
χρονικότητα [s. femm.] χρονοτριβώ {χρονοτριβ...
χρόνιος -α -ο λόγ.... χρονοφωτογραφία [s. femm.]
χρονογραφία {χρονογραφ... χρονοφωτογραφικός [agg.]
χρονογραφικός [agg.] χρυσαλλίδα [s. femm.]
χρονογράφος [s. masch. e femm.] χρυσάνθεμο {-ου κ. -έ...
χρονοδιάγραμμα [s. nt.] χρυσαυγή [s. femm.]
χρονοδιακόπτης {χρονοδιακ... χρυσαφένιος [agg.]
χρονολογήσιμος [agg.] χρυσάφι [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: