Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
χρηματιστήριο [s. nt.] χρησμοδότηση [s. femm.]
χρηματιστής {χρηματιστ... χρησμοδοτώ {χρησμοδοτ...
χρηματιστικός [agg.] χρησμολόγος [s. masch. e femm.]
χρηματοδότης {χρηματοδο... χρησμολογώ {χρησμολογ...
χρηματοδότηση {-ης κ. -ή... χρησμός [s. masch.]
χρηματοδότρια {χρηματοδο... χρηστά [avv.]
χρηματοδοτώ {χρηματοδο... χρήστες [s. masch. pl.]
χρηματοκιβώτιο {χρηματοκι... χρήστης {χρηστών}
χρηματομεσίτης {χρηματομε... χρηστικός [agg.]
χρήση [-εις] χρηστικότητα [s. femm.]
χρησικτησία {χρησικτησ... χρηστοήθεια [s. femm.]
χρήσιμα [avv.] χρηστομάθεια {χωρ. πληθ...
χρησιμοθήρας {χρησιμοθη... χρηστός [agg.]
χρησιμοθηρία {χωρ. πληθ... χρηστότητα [s. femm.]
χρησιμοθηρικός [agg.] χρίζω αόρ. έχρισ...
χρησιμοποιημένος [agg.] χρίομαι αόρ. έχρισ...
χρησιμοποίηση [-εις] χρίσμα {χρίσμ-ατο...
χρησιμοποιήσιμος [agg.] χριστιανικά [avv.]
χρησιμοποιούμαι [v.] χριστιανικός [agg.]
χρησιμοποιούμενος [agg.] χριστιανικότητα [s. femm.]
χρησιμοποιώ {χρησιμοπο... χριστιανισμός [s. masch.]
χρήσιμος [agg.] χριστιανοδημοκράτης {χριστιανο...
χρησιμότητα {χωρ. πληθ... χριστιανοδημοκρατικός [agg.]
χρησμοδοσία {χρησμοδοσ... χριστιανός [s. masch.]
χρησμοδότημα {χρησμοδοτ... χριστιανοσοσιαλιστής [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: