Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
χιμαιρικός [agg.] χιούμορ {άκλ.}
χιμαιροκυνηγός [s. masch.] χιουμορίστας [s. masch.]
χιμώ [-άς, -ά] ... χιουμοριστικά [avv.]
χιονάνθρωπος {-ου κ. -ώ... χιουμοριστικός [agg.]
χιονάτος [agg.] χιτίνη [s. femm.]
χιόνι {χιον-ιού ... χιτινικός [agg.]
χιονιά [s. femm.] χιτλερισμός {χωρ. πληθ...
χιονιάς {χιονιάδες... χιτώνας [s. masch.]
χιονίζει {χιόνισ-ε,... χιτωνίσκος [s. masch.]
χιονισμένος [agg.] χιτωνόζωο [agg.]
χιονίστρα {χιονιστρώ... χιτωνοφόρος [agg.]
χιονόβροχο [s. nt.] χιτωνώδης [agg.]
χιονοδρομία {χιονοδρομ... χλαίνη {χλαινών}
χιονοδρομικός [agg.] χλαλοή [s. femm.]
χιονοδρόμος [s. masch. e femm.] χλαμύδα [s. femm.]
χιονοθύελλα {χιονοθυελ... χλαμυδωτός [agg.]
χιονόλευκος [agg.] χλαπακίζω [v.]
χιονόμπαλα {δύσχρ. χι... χλαπαταγή {χωρ. πληθ...
χιονόνερο [s. nt.] χλεμπονιάρικος [agg.]
χιονοπέδιλο {-ου κ. -ί... χλευάζω {χλεύασ-α,...
χιονοπόλεμος [s. masch.] χλευασμός [s. masch.]
χιονόπτωση {-ης κ. -ώ... χλευαστής [s. masch.]
χιονοστιβάδα [s. femm.] χλευαστικός [agg.]
χιονοστρόβιλος {χιονοστρο... χλεύη {χωρ. πληθ...
Χίος [s. femm.] χλιαίνω {(ε)χλίαν-...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: