Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
χιτωνίσκος [s. masch.] χλόη {χωρ. πληθ...
χιτωνόζωο [agg.] χλομάδα [s. femm.]
χιτωνοφόρος [agg.] χλομιάζω {χλόμιασ-α...
χιτωνώδης [agg.] χλομός [agg.]
χλαίνη {χλαινών} χλοοτάπητας {χλοοταπήτ...
χλαλοή [s. femm.] χλωμάδα [s. femm.]
χλαμύδα [s. femm.] χλωμιάζω μππ. χλωμι...
χλαμυδωτός [agg.] χλωμός [agg.]
χλαπακίζω [v.] χλωμούτσικος [agg.]
χλαπαταγή {χωρ. πληθ... χλωράλη [s. femm.]
χλεμπονιάρικος [agg.] χλωρίδα [s. femm.]
χλευάζω {χλεύασ-α,... χλωρίδιο [s. nt.]
χλευασμός [s. masch.] χλωρικός [agg.]
χλευαστής [s. masch.] χλώριο {χλωρίου} ...
χλευαστικός [agg.] χλωριώνω (χλωρί-ωσα...
χλεύη {χωρ. πληθ... χλωρίωση {-ης κ. -ώ...
χλιαίνω {(ε)χλίαν-... χλωροπλάστης {χλωροπλασ...
χλιαρά [avv.] χλωρός [agg.]
χλιαρός [agg.] χλωροτετρακυκλίνη [s. femm.]
χλιαρότητα [s. femm.] χλωροτύρι {χλωροτυρ-...
χλιδή [s. femm.] χλωροφόρμιο {χλωροφορμ...
χλιμιντρίζω {χλιμίντρι... χλωροφύλλη {χωρ. πληθ...
χλιμίντρισμα [s. nt.] χλώρωση {-ης κ. -ώ...
χλιος [agg.] χμ [int.]
χλοερός [agg.] χνάρι {χναρ-ιού ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: