Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
χιονοστιβάδα [s. femm.] χλευαστικός [agg.]
χιονοστρόβιλος {χιονοστρο... χλεύη {χωρ. πληθ...
Χίος [s. femm.] χλιαίνω {(ε)χλίαν-...
χιούμορ {άκλ.} χλιαρά [avv.]
χιουμορίστας [s. masch.] χλιαρός [agg.]
χιουμοριστικά [avv.] χλιαρότητα [s. femm.]
χιουμοριστικός [agg.] χλιδή [s. femm.]
χιτίνη [s. femm.] χλιμιντρίζω {χλιμίντρι...
χιτινικός [agg.] χλιμίντρισμα [s. nt.]
χιτλερισμός {χωρ. πληθ... χλιος [agg.]
χιτώνας [s. masch.] χλοερός [agg.]
χιτωνίσκος [s. masch.] χλόη {χωρ. πληθ...
χιτωνόζωο [agg.] χλομάδα [s. femm.]
χιτωνοφόρος [agg.] χλομιάζω {χλόμιασ-α...
χιτωνώδης [agg.] χλομός [agg.]
χλαίνη {χλαινών} χλοοτάπητας {χλοοταπήτ...
χλαλοή [s. femm.] χλωμάδα [s. femm.]
χλαμύδα [s. femm.] χλωμιάζω μππ. χλωμι...
χλαμυδωτός [agg.] χλωμός [agg.]
χλαπακίζω [v.] χλωμούτσικος [agg.]
χλαπαταγή {χωρ. πληθ... χλωράλη [s. femm.]
χλεμπονιάρικος [agg.] χλωρίδα [s. femm.]
χλευάζω {χλεύασ-α,... χλωρίδιο [s. nt.]
χλευασμός [s. masch.] χλωρικός [agg.]
χλευαστής [s. masch.] χλώριο {χλωρίου} ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: